Πριν από λίγες ημέρες βγήκε στην επικαιρότητα ένα νέο όπου ο Ζαν Πιερ Ζενέ κατηγορούσε τον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο ότι αντέγραψε μια σκηνή από το «Delicatessen». Ακόμη και αν δεχόμασταν πως ο ισχυρισμός του είναι σωστός, ο Ζενέ μοιάζει να έχει δει (ή να του έδειξε κάποιος) μόνο τη συγκεκριμένη σκηνή, σίγουρα όχι ολόκληρη την ταινία. Γιατί βλέποντας κάποιος όλη τη «Μορφή του Νερού», ένα τόσο ανοιχτά ερωτικό φιλμ προς την ιστορία του μέσου, θα αντιλαμβάνονταν πως ένας τέτοιος ισχυρισμός μοιάζει γελοίος και μονοδιάστατος.
Ο ντελ Τόρο δείχνει μετά το «Pacific Rim» πως προσπαθεί να ξεφύγει από τις ταινίες είδους, θέλοντας να μετουσιώσει την εμφανή αγάπη του στο gothic και τα τέρατα σε κάτι πιο οικουμενικό και μεγαλόπνοο, όπως είχε ξανακάνει στο παρελθόν με το «Στη Ράχη του Διαβόλου». Στον «Πορφυρό Λόφο» το gothic κυριάρχησε και όλη η ταινία μοιάζει με μια γιορτή που στήθηκε σε ένα τραπέζι όπου μεγαλουργούν ένας σκηνοθέτης, ένας καλλιτεχνικός διευθυντής και ένας ενδυματολόγος – από το τραπέζι όμως λάμπει δια της απουσίας του ο σεναριογράφος. Εδώ, οι βάσεις του σεναρίου έχουν ξαναγραφτεί στο σινεμά και νωρίτερα στη λογοτεχνία, όμως η μετάλλαξή τους σε κάτι άλλο είναι αξιοθαύμαστη.
Είναι η πρώτη φορά στην καριέρα του 53χρονου μεξικανού που χρησιμοποιεί με τόσο ζωτικό, για την ταινία του, τρόπο την αγάπη του για το μέσο. Η ταινία του βουτά στο κλασικό σινεμά με πολλούς τρόπους, από την τηλεόραση του Ρίτσαρντ Τζένκινς που προβάλλει αυτά που θα έπαιζε σήμερα το TCM, το διαμέρισμα της δράσης που βρίσκεται πάνω από μία μεγαλοπρεπή αλλά παρακμάζουσα κινηματογραφική αίθουσα ως και ολόκληρες σκηνές όπως αυτή της ρετρό εξομολόγησης της Σάλι Χόκινς που φέρνει στο νου το «Pennies from Heaven» του Χέρμπερτ Ρος που κι αυτό με τη σειρά του τιμούσε τα αμερικανικά μιούζικαλ των 30ς.
Και βέβαια υπάρχει η βασική πλοκή. Μία γυναίκα προσπαθεί να σώσει ένα τέρας, όχι όμως με τον τρόπο που παραπέμπει στο «King Kong» ή την προφανή αναφορά του «Creature of the Black Lagoon» λόγω της αμφίβιας φύσης του. Η ταινία φέρνει περισσότερο προς το «Freaks» (και ο ντελ Τόρο σε σκηνοθέτη που θα είχε το θάρρος να κάνει κάτι παρόμοιο τότε) ή σε μια πιο ενήλικα στοχευμένη προσαρμογή του «E.T». Το τέρας σώζεται από τη συνεργασία ενός γκρουπ ανθρώπων που έχουν αισθανθεί πολλές φορές στη ζωή τους ως τέρατα, ζώντας στην Αμερική της δεκαετίας του 60. Μία άφωνη καθαρίστρια που εργάζεται χωρίς να ενοχλεί κανέναν σε μυστικό κυβερνητικό εργαστήριο, ο ομοφυλόφιλος γείτονάς της, η αφροαμερικανή συνάδελφός της και ένας ρώσος κατάσκοπος βλέπουν στο πρόσωπο του τέρατος που συναντούν μια χρυσή ευκαιρία που μάλλον δε θα τους ξαναδοθεί ποτέ. Να τους κοιτάξει κάποιος έξω από τις νόρμες της τότε κοινωνίας η οποία αποδοκιμάζει ανοιχτά τις επιλογές και τη φύση τους. Χρόνια αμφιβολιών, φόβου και ντροπής σβήνουν αμέσως μέσα από αυτή την επαφή που συνειρμικά φέρνει στον νου μας και τον ίδιο τον σκηνοθέτη. «Τα τέρατα με έσωσαν» είχε πει πρόσφατα, σε μια αντίστοιχα εξομολογητική στιγμή ο ίδιος και το δημιούργημά του μιλά για την αγάπη που πήρε και δίνει προς αυτά.
Με την προσέγγιση αυτή ισχυροποιούνται και οι συνήθεις θρησκευτικές αναφορές του, βάζοντας το δόγμα ως έναν ισχυρό φύλακα που δημιουργεί και συντηρεί αυτές τις διαφοροποιήσεις μεταξύ ανθρώπων και τεράτων. Η Χόκινς ζει τη ζωή της σκυφτή και φοβισμένη θέλοντας να ανήκει σε κάτι μεγαλύτερο σαν την αφοσιωμένη Ρουθ, την ιστορία της οποίας παίζει το σινεμά κάτω από το σπίτι της. Ο ρόλος του εξαιρετικού Μάικλ Σάνον, πέρα από υπεύθυνος ασφαλείας, είναι η, κατά τις συντηρητικές συνιστώσες της χώρας, θεϊκή φιγούρα που επικαλείται τη Βίβλο και τις ιστορίες της για να προστατεύει τους προνομιούχους «ενάρετους» από τους υπόλοιπους, κάτι που θα το κάνει μόνος, χωρίς ανάγκη για φιλίες και συνεργασίες, σαν ένα είδος ανώτερου καθήκοντος. Στη ζυγαριά της ταινίας, η ζεστασιά των αντιηρώων με τη σκληρότητα της Αρχής που αυτός αντιπροσωπεύει λειτουργεί πολυεπίπεδα, από το πρωτογενές σασπένς, που είναι απαραίτητο για να «κυλήσει» το φιλμ, ως τη τραγική σύγκρουση 2 κόσμων που μέχρι τώρα ζούσαν αρμονικά καθώς οι μεν νικητές βολεύονταν από τα προνόμιά τους και οι δε ηττημένοι είχαν αποδεχτεί τη μοίρα τους.
Ακόμη και αν κάποιος αντιληφθεί όλα αυτά, είναι πιθανό στο πίσω μέρος του μυαλού του να στριφογυρνά η ιδέα πως από τη στιγμή που τα έχει ξαναδεί με έναν παρόμοιο τρόπο, δε μοιάζουν σημαντικά ή να ενοχληθεί από το ότι μέσα σε αυτά που κρατά ο σκηνοθέτης από τον κλασικό αμερικανικό κινηματογράφο, είναι και οι αφέλειές του. Δεκτό, αλλά η δημιουργική αυτή συρραφή όχι μόνο δεν είναι κουραστική αλλά μάλλον αναγκαία, όταν ο ανταγωνισμός της είναι καλοφτιαγμένες φασαριόζικες ταινίες που δεν μπορείς να τις επιτεθείς γιατί είναι εύπεπτες, αλλά θυμίζουν μέτριο γεύμα σε μέτρια αλυσίδα φαγητού. Ο ντελ Τόρο κλείνει την υπέροχη ταινία του αγκαλιάζοντας τον μαγικό ρεαλισμό αλλά και με ένα ποίημα, που, γενικολογώντας, θα λέγαμε ότι αναφέρεται στην αγάπη. Η πράξη ενός ανώνυμου ποιητή, να εκφράσει το συναίσθημά του με ένα στιχάκι έχει επαναληφθεί χιλιάδες φορές. Πώς καταφέρνει όμως σε κάποιες από αυτές να μοιάζει τόσο ακαταμάχητη – και να σου κλέβει 2-3 δάκρυα – είναι κάτι που δε θα μάθουμε ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για ταινίες σαν αυτή.