Ο συνήγορος του διαβόλου θα έλεγε πως η κάθε ταινία της τριλογίας των «50 Αποχρώσεων» αποτελεί τη χαρά του κριτικού. Ξέρει σχεδόν πριν τη δει ότι θα κράξει και θα το ευχαριστηθεί, μαντεύει πόσα Βατόμουρα θα κερδίσει και έχει προαποφασίσει τις δηλητηριώδεις ατάκες για τη γενιά των σύγχρονων μικροαστών που έκαναν επιτυχία το βιβλίο και τρέχουν να δουν την ιστορία και στο σινεμά για να πάρουν λίγο μάτι από την ονειρεμένη ζωή των πλουσίων που κάπως έτσι τη φαντασιώνονται. Θα ξεχάσει ότι οι περισσότερες ρομαντικές ταινίες του Χόλιγουντ προσφέρουν το ίδιο περίπου παραμύθι, χωρίς την ανάλογη χλιδή και το σεξ, όμως το ψέμα τους αντιμετωπίζεται με αδιαφορία ως και συμπάθεια, σίγουρα όχι με επιθετικότητα. Τι κακό λοιπόν έχουν οι τρεις «50 Αποχρώσεις»;
Για αρχή, δε θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν και οι τρεις ταινίες κάτω από την ίδια ομπρέλα. Στο πρώτο φιλμ, η Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον προσπάθησε, στο μέτρο του δυνατού, να αφήσει το δικό της στίγμα στην πρώτη γνωριμία της Αναστάζια Στιλ με τον κόσμο του Κυρίου Γκρέι, φιλμάροντας τις ιδιωτικές στιγμές τους ως ένα ερωτικό πρότζεκτ που θα παρουσίαζε μια γκαλερί, με μια παράλληλη προσπάθεια να γνωρίσουμε περισσότερο την ηρωίδα και την ανάγκη της να εισέλθει σε αυτό τον κόσμο, παρά τον ήρωα που στα χαρτιά μοιάζει ο πιο μυστηριώδης. Οι αναζητήσεις της Τέιλορ-Τζόνσον κάπου μπέρδεψαν μάλλον παραγωγούς και συγγραφέα και τη θέση της στις 2 επόμενες ταινίες πήρε ο Τζέιμς Φόλεϊ, με καλή καριέρα στις στουντιακές παραγγελίες, ό,τι έπρεπε δηλαδή για την περίσταση. Ο Φόλεϊ έχασε τις πολλαπλές ευκαιρίες για χιούμορ που έφερνε το υλικό της δεύτερης ταινίας, πέταξε στα σκουπίδια τις ιδέες της προκατόχου του για τις σκηνές σεξ και πρόσθεσε ποσότητα, αυξάνοντας τα λεπτά τους με την απλή και χοντροκομμένη λογική ότι ο κόσμος αυτό θέλει να δει. Και αυτό κάνει και τώρα.
Ας τη ζήσουν λοιπόν, χωρίς άλλους εχθρούς, μακριά όμως από τα δικά μας μάτια.
Παράλληλα, η ιστορία του γίνονταν όλο και πιο αδύναμη. Οι χαριτωμενιές της πρώτης ταινίας είχαν τελειώσει και υπήρχε πλέον μια κανονική σχέση, στη λογική του δούναι και λαβείν που οδηγούσε σε συμβιβασμούς και τελικά στη συνύπαρξη δυο αλλιώτικων κοσμοθεωριών που από τη στιγμή που οι ήρωες αποφάσισαν να τις μπλέξουν, θέλουν τουλάχιστον να το διασκεδάσουν με τη ψυχή τους. Μπαίνοντας λοιπόν στο τρίτο μέρος, μετά τις πρώτες αναγνωριστικές στιγμές του γάμου, αρχίζει ένα πανηγύρι καλοπέρασης χωρίς όρια, μια πανάκριβη ζωή, που συνδυάζεται με μπόλικο σεξ και παιχνίδια ισορροπιών και ρόλων, η οποία διακόπτεται επειδή πρέπει να υπάρχει με το ζόρι κάποιο «σκοτεινό» μυστήριο. Αυτό το όργιο ευδαιμονίας σταματά χάρη σε κάποιους σαλεμένους εκδικητές, που, όπως και στο δεύτερο μέρος, το χτίσιμο των χαρακτήρων τους δεν πρέπει να απασχόλησε τη συγγραφέα (και τους σεναριογράφους της προσαρμογής) περισσότερα από 5 λεπτά. Θα ήταν ίσως πιο τίμιο ένα συνεχές οφθαλμόλουτρο σάρκας, αυτοκινήτων και θερέτρων χωρίς να συμβαίνει τίποτα άλλο, χωρίς εχθρούς και προβλήματα, ακόμη και σαν σχόλιο προς τις ρομαντικές ταινίες που αναφέρθηκαν παραπάνω, σαν ένα κωμικό τέντωμα των όσων συμβαίνουν και σε αυτές, μια ασυγκράτητη άμβλυνση των ορίων τους για το καλό του ματιού.
Επειδή όμως το λαμπερό χωρίς το σκοτεινό μοιάζει μόνο και έρημο, επιστρατεύτηκαν γελοίες απειλές και μικρά μυστικά που μπαίνουν τυχάρπαστα και προσπαθούν να βρουν το χρόνο τους σε μια πολύ προβληματική αφήγηση, με υποπλοκές που ξεκινούν και δε τελειώνουν ποτέ αλλά και με σκόρπιες σκηνές που δεν καταλαβαίνει κανείς το ρόλο τους. Το πιο ενοχλητικό όμως κομμάτι της ταινίας είναι το ξετύλιγμα του «μυστηρίου» που γίνεται με τον πιο τεμπέλικο τρόπο που θα μπορούσε να γίνει, δείγμα του ότι δεν υπάρχει πραγματικό δημιουργικό ενδιαφέρον. Βολικές συμπτώσεις με κινητά να χτυπούν την ώρα που τα κρατά το λάθος άτομο ή όπλα να βρίσκονται στο λάθος συρτάρι, απλές και απλοϊκές σεναριακές ωθήσεις που εξυπηρετούν μια πολύ αργή πλοκή, καθώς αν σκεφτεί κανείς όσα πραγματικά συμβαίνουν και στις 3 ταινίες, αντιλαμβάνεται πως θα χωρούσαν άνετα σε μία. Αυτό όμως θα σήμαινε λιγότερο σεξ, λιγότερα «τέλεια» μέρη και, μοιραία, λιγότερα κέρδη.
Αφού λοιπόν οι προτεραιότητες της παραγωγής ήταν προς την υλική και σαρκική λαγνεία, ας άφηναν τον Κύριο και την Κυρία Γκρέι να κάνουν περισσότερο σεξ, να αγοράσουν μεγαλύτερα σπίτια, αεροπλάνα, αυτοκίνητα και ό, τι άλλο θέλουν, χωρίς να παιδεύεται και ο Φόλεϊ με τους συγγραφείς για προσχηματικούς κινδύνους και λοιπές ψευτοσυγκινήσεις. Η αλήθεια είναι πως στο μάτι του θεατή οι ήρωες δε μοιάζουν ενοχλητικοί, ενώ η Τζόνσον και ο Ντόρναν συνήθισαν και είναι πιο άνετοι στους ρόλους τους. Νέοι, σέξυ και ζάμπλουτοι, περνούν από την αμηχανία της πρώτης γνωριμίας τους σε μια αδιανόητα ειδυλλιακή οικογενειακή ζωή, που κάνει ένα συνηθισμένο χολιγουντιανό happy end να μοιάζει με δακρύβρεχτο δράμα. Ας τη ζήσουν λοιπόν, χωρίς άλλους εχθρούς, μακριά όμως από τα δικά μας μάτια.